Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Αναζητώντας άρωμα & χρώμα

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ  ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
  
«... αγκάλιασα ένα γερμένο πεύκο σε μιαν ανατολική ακτή της Αττικής. μ' αυτό το μυστικό, πλένω κάθε πρωί το πρόσωπο μου, μ' αυτό το μυστικό διατηρώ την ανθρώπινη, φρεσκάδα μου....»
 
Λούτσα δεκαετία του 1950 (Το ζευγάρι αριστερά οι γονείς μου...)
 
 Αρχές καλοκαιριού. Το φορτηγό γεμάτο διάφορα συμπράγκαλα, παλιές δερμάτινες βαλίτσες, νταμιτζάνες, κλουβιά με καναρίνια και κότες, με μεγάλους και παιδιά που ζητωκραύγαζαν «θάλαττα-θάλαττα» κατηφόριζε τον δρόμο, για τον «Παράδεισο». Μέχρι την διασταύρωση! Από 'κει και ύστερα άρχιζαν οι αμμόλοφοι, φορτωμένοι με γίγαντες πεύκα και μυρωδάτα σκίνα. Αφήνοντας που και που να ξεπροβάλει, χαμογέλιο της θάλασσας. Τέλος στο σπίτι με τα μεγάλα κόκκινα παράθυρα, ένα χώλ, δύο δωμάτια δεξιά κι αριστερά, μια κουζίνα και ένα μπανάκι. 'Ήταν χτισμένο στους πρόποδες του μεγάλου αμμόλοφου, χωμένο στο δάσος των πεύκων. Και μπροστά του δέσποζε, το πηγάδι, με το παγωμένο, γλυφό νερό και τη ξύλινη τρόμπα. 
Μα πώς σ' αυτό το σπιτάκι, κοιμόντουσαν τόσοι μεγάλοι και παιδιά; Η μάνα μου, η θεία Μαρία, η θεία Αλεξάνδρα, ο μπάρμπα Πέτρος, οι κοπέλες του σπιτιού, εμείς τα τρία παιδιά ο Κώστας και η Ευγενία, -τα παιδιά ενός φίλου του πατέρα μου- και οι εκάστοτε φιλοξενούμενοι ...;;; Όλα τα δωμάτια και η αυλή, που δεν, είχε φράχτη, ήσαν γεμάτα ράντζα. Λίγο πιο πέρα, κοντά στο σπίτι, μια τεράστια στρατιωτική σκηνή κι αυτή, γεμάτη ράντζα, του θείου Γιώργου και της θείας Φερνάντης με τα ξαδέλφια μου. Και πιο πέρα, κάτω από τα πεύκα και τα σκίνα, άλλες πολλές σκηνές, με οικογένειες και πολλά  παιδιά!  
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, έρχονταν και έπαιρναν νερό από το πηγάδι μας, και γύρω από αυτό μαζεύονταν, τα βράδια, ο καθένας με το φαί του, κιθάρες και φυσαρμόνικες, και γλένταγαν με τις νταμιτζάνες, το κρασί, που είχαν παίξει, στο τάβλι και την «ξερή». Ενώ εμείς τα παιδιά οργιάζαμε στο κρυφτό και σε άλλα τρελά παιχνίδια στον αμμόλοφο 
-Ηλεκτρικό δεν υπήρχε και την νύχτα, ανάβαμε λάμπες πετρελαίου και σπαρματσέτα και για βόλτα κάθε σούρουπο, πηγαίναμε με φακούς, περπατώντας από τους αμμόλοφους, στην παράγκα του Γιάννη Ελευθερίου, που ήταν το μοναδικό μπακάλικο, κοντά στο σημερινό «λιμανάκι» εκεί μας άναβε την «λουξ» και μετά γυρίζαμε, τραγουδώντας στο σπίτι.  
-Το νερό, που πίναμε από νταμιτζάνα και τον πάγο τυλιγμένο σε λινάτσα, μας τα έστελνε ο πατέρας μου, με το λεωφορείο, από την Αθήνα. Πηγαίνανε να τα πάρουν, οι μεγάλοι από την διασταύρωση, που ήταν το τέρμα, και απείχε κανά χιλιόμετρο και.. από το σπίτι.  
Ακολουθούσαμε και μείς, ένα τσούρμο παιδιά και όταν έφθανε το λεωφορείο φωνάζαμε όλα μαζί «Ζήτω» και τρέχαμε πίσω του. 
Για τα σκουπίδια, οι μεγάλοι, άνοιγαν μεγάλους λάκκους στην άμμο, τα έκαιγαν και μετά τα σκέπαζαν με αυτήν. 'Όταν καιγόντουσαν τα σκουπίδια, εμείς τα παιδιά, πηδούσαμε πάνω από την φωτιά, όπως στον «Κλείδωνα». Μια φορά, δεν υπολόγισα σωστά κα, με έναν πήδο, βρέθηκα μέσα στον λάκκο με την φωτιά. Με αρπάξανε οι άλλοι, γρήγορα.... αλλά το αριστερό μου, πέλμα είχε έγκαυμα. Θυμάμαι τον εαυτό μου, μικρό κορίτσι, στην πλάτη του αδελφού μου«καβαλαρία» και στο καμένο μου πόδι, δεμένο με ένα πανί πράσινο σαπούνι,... να τρέχουμε να κρυφτούμε, μην τυχόν και χάσω το παιχνίδι!  
-Τα παιχνίδια μας, πολλά και οργιαστικά! Κρυφτό, στακα-μανκουκουναροπόλεμο, ινδιάνους- καουμπόηδες, (μια φορά που μπήκα, ως ινδιάνα στο κοτέτσι, να πάρω φτερά, για το κεφάλι μου, βγήκα ουρλιάζοντας, από φρίκη, γιατί στο σώμα μου, τρέχανε μιλιούνια κοτόψειρες...) λακκουβάκια, βόλους, πολιτείες φτιαγμένες στην άμμο, και σατανικές παγίδες.... Σκάβαμε μεγάλους λάκκους, ρίχναμε μέσα αγκάθια, μετά βάζαμε κλαδιά από πεύκα, από πάνω τους εφημερίδες και τέλος τα σκεπάζαμε όλα με άμμο, και δεν φαινόταν τίποτα. Κρυβόμασταν και περιμέναμε, να περάσει κάποιο ανυποψίαστο Θύμα! Οι κραυγές του, ήταν το επιστέγασμα!!! 

- Ήταν φορές, που πέρναγε κανένας γύφτος, με μια αλυσοδεμένη μαϊμού και ένα ντέφι στο χέρι. Τραγουδούσε και η μαϊμού χόρευε και με τις διαταγές του παρίστανε την Βουγιουκλάκη να βάζει κραγιόν ή να κάθεται σταυροπόδι.... Πέρναγε και ένας παππούς, με ένα viewmaster στο χέρι, εμείς καθόμασταν, στην σειρά και ένα-ένα παιδί βλέπαμε μέσα από κάτι κιάλια «την Χιονάτη με τους 7 νάνους» ή τον «Κοντορεβιθούλη» ή και άλλα παραμύθια- ο παππούς έλεγε το παραμύθι και πατούσε ένα κουμπί, που άλλαζε τις εικόνες του παραμυθιού.... και πάντα τελείωνε με την φράση ... «...και έλα το πενηνταράκι στον μπάρμπα Θανασάκη». Πέρναγε και ο κυρ Μήτσος, από την Βραυρώνα, με το κάρο του και την «Μούλα» του. Έφερνε ντομάτες, αμπελοφάσουλα και σύκα. Όταν ξεπουλούσε, μας ανέβαζε στο κάρο και μας πήγαινε βόλτα.. 
-Επειδή όλα αυτά, συνέβαιναν στα μέσα της δεκαετίας του 50 με αρχές του 60 και  
 ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, δεν ήταν και πολύ μακριά, είχε αφήσει τα σημάδια του στο τοπίο.... λίγα ερειπωμένα σπίτια, κοντά στην θάλασσα, όπου έχασκαν τα παράθυρα τους, με σημάδια καπνού, διάφορα πολυβολεία, που κάποιοι ψαράδες, τα είχαν μετατρέψει σε σπίτια τους, στολίζοντας τα με ασβέστη και κατιφέδες. Και βέβαια η παραλία διάσπαρτη με νάρκες..... Μια μέρα ήλθαν καμιόνια με φαντάρους και τις μάζεψαν με κάτι μηχανήματα, όταν τέλειωσαν, έπεσαν στην θάλασσα να κολυμπήσουν, ήταν εντυπωσιακό να βλέπεις τόσους πολλούς νέους άντρες, με κάτι μακριά άσπρα σώβρακα, να πλατσουρίζουν στα ρηχά αλαλάζοντας....  Λίγες από αυτές τις νάρκες, τους είχαν ξεφύγει και για κάμποσα χρόνια, άκουγες κάπου μακριά να σκάει κάποια απ' αυτές... 
 - Η καθημερινή πορεία, προς την θάλασσα, ήταν μακριά και περιπετειώδης, διότι ανεβοκατεβαίναμε βουνά καυτής άμμου και κουτρουβαλούσαμε στο τέλος, στην γαλανή και αστραφτερή, δροσιά της. 
-Το καταμεσήμερο, οι ηλικιωμένοι που μένανε στις σκηνές, άνοιγαν λάκκους, στην καυτή άμμο και χώνονταν μέσα, αφήνοντας το μέρας της καρδιάς ασκέπαστο και για προστασία στο κεφάλι, είχαν μια ομπρέλα ή κάποια εφημερίδα... Για μας τα παιδιά, ήταν βέβαια, «Η Πρόκληση» !! για να τους πατήσουμε -κατά λάθος- για να σκοντάψουμε ή για να κλείσουμε τους λάκκους, που άνοιγαν από το πρωί. 
-Ο αμμόλοφος, καθημερινά άλλαζε μορφή, ανάλογα με τα πόσο και κατά του φυσούσε άνεμος, δημιουργώντας, νέα λοφάκια με ραβδώσεις, σαν την έρημο. Η άμμος ήταν λεπτή και χρυσή και όταν πιάνανε τα μελτέμια, τσιμπούσε αφόρητα. 
-Από κάποια σημεία, στις κορφές του αμμολόφου, μπορούσαμε να δούμε ολόκληρη την μεγαλοπρεπή έκταση του, που αγκάλιαζε την τρυφερή απλωσιά της θάλασσας. Όλος αυτός ο τεράστιος κόλπος, κατέληγε σε μια μύτη του συνεχιζόταν στην θάλασσα με δυο μικρά νησάκια, σαν αποσιωπητικά.... Και στο ένα τρίτο του, περίπου, άσπριζε στο φως το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνα. Η επίσκεψη μας, σ' αυτό ήταν ημερήσια εκδρομή, με γκλίτσες και σακίδια. 
-Στην ακροθαλασσιά, συλλέγαμε τους μικρούς θησαυρούς μας, από αχιβάδες, κοχύλια, αστερίες, γαρίδες καβούρια και ιππόκαμπους, Ναι!!! Είχε και τέτοιους!!! 
-Κολυμπούσαμε στα ρηχά, αστραφτερά νερά και στους λευκούς αφρούς των κυμάτων, ρουφώντας την ζωή ως το μεδούλι. Και τις αφέγγαρες νύχτες, όταν δεν ούρλιαζε ο βοριάς μέσα στα πεύκα, ξαπλώναμε στην κρύα άμμο, κοιτάζοντας το άπειρο, στον ουρανό με τα εκατομμύρια αστέρια του. 
«Ήμασταν στον Παράδεισο» !!!! 
-Τα χρόνια περνούσαν και σιγά-σιγά άρχισαν να ξεπροβάλουν και άλλα σπιτάκια και κάποια μαγαζιά, ο φούρνος, κανά δυό μπακάλικα, χαράχτηκε και ένας αμμώδης δρόμος. 

Το τέρμα του λεωφορείου, ήλθε πιο κοντά. Χτίστηκε και ένα μικρό εκκλησάκι, η Αγία Μαρίνα, που στην θέση του, τώρα δεσπόζει, ένας τσιμεντένιος ναός. 
 -Το 1964 ήλθε το ηλεκτρικό ρεύμα, μαζί του και «ο πολιτισμός» 
 -Τα αμπέλια, που απλώνονταν, πίσω από τους αμμολόφους, κόπηκαν σε μικρά οικόπεδα, εκτός σχεδίου, χωρίς δρόμους. Παντού γέμισαν, τεράστιες πινακίδες, που έλεγαν «ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙΚΟΠΕΔΑ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΚΥΜΑ 30 ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ» Τα οικόπεδα αυτά, γέμισαν με μικρά λυόμενα σπιτάκια και χαμογελαστούς κήπους. Ασφαλτοστρώθηκε και ο αμμώδης δρόμος. Το τέρμα του λεωφορείου έφτασε στου «Κοπελάκη». Στον αμμόλοφο φτιάχτηκαν ταβέρνες και αναψυκτήρια, ...του « Αντωνάτου» με τα καλλιστεία, και «Τα Κανάρια» με ροκ μουσική.' Εγινε και ένα σινεμά, "Το Άστρον» που πριν έλθει το ρεύμα δούλευε με γεννήτρια. 
 -Τώρα πια, όλα προχωρούσαν ραγδαία! 
-Άρχισαν να κυνηγούν, τους ανθρώπους με τις σκηνές.... Κάποιοι από αυτούς αγόρασαν ένα οικοπεδάκι και έβαλαν λυόμενο. Δύο οικογένειες, φίλοι μας, στήσανε τις σκηνές τους μέσα στο οικόπεδο μας. Φορτηγά έρχονταν με φακούς, τις νύχτες και έκλεβαν άμμο. 'Ώσπου μια αποφράδα μέρα, μετά το 67 μέσα στην δικτατορία, ήλθαν επίσημα με την άδεια του κράτους, να πάρουν τους αμμόλοφους. 
-Επί δύο χρόνια, νύχτα-μέρα δούλευαν ασταμάτητα, μπουλντόζες και φορτηγά! - Η καρδιά μου, ματώνει ακόμα, όταν θυμάται, τα τεράστια πεύκα, να σωριάζονταν με κουρνιαχτό, ύστερα από μια ταλάντευση στον αέρα, γραπωμένα από τα ατσάλινα δόντια της φαγάνας.- 
-Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική! Και άφησε πίσω ένα έρημο, ισοπεδωμένο τοπίο, με μια μικρή εξαίρεση, την βάση του αρχαίου ναού της Αρτέμιδας, με λίγα, γερμένα πεύκα τριγύρω.  
....Λένε, πως αυτή η χρυσή και λεπτή άμμος, συνέβαλε στην αντιπαροχή και ανοικοδόμηση του σύγχρονου, τέρατος που λέγεται Αθήνα. 
 -Μπροστά στο σπίτι απλώθηκε, μια τεράστια αλάνα, που έφτανε μέχρι την θάλασσα και γύρω από αυτήν, άρχισαν να υψώνονται πολυκατοικίες, με μικρά ή και καθόλου μπαλκόνια, με σκοπό την εκμετάλλευση, προς ενοικίαση. -'Ήταν πολύ βολικό για τον νεοέλληνα μικροαστό, να βάζει τα καλοκαίρια για διακοπές, την οικογένεια του, σ αυτά τα μικρά κλουβιά και αυτός να πηγαινοέρχεται στην δουλειά, με το αστικό λεωφορείο, που είχε φτηνό εισιτήριο. - Ευτυχώς, την γλύτωσε η αλάνα και αντί για πολυκατοικίες, μετά από πολλούς αγώνες των κατοίκων, στην θέση της χτίστηκε το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο. 
-Το σπίτι μας βρέθηκε, ξαφνικά, μετέωρο και χρειάστηκε υποστυλώματα για να μην καταρρεύσει, όπως άλλα σπιτάκια, που ήταν χτισμένα κοντά στον αμμόλοφο. Και το πηγάδι, που δέσποζε μπροστά του και τροφοδοτούσε με το δροσερό αγίασμα του, δεκάδες οικογένειες, μπαζώθηκε, γιατί μολύνθηκε από τα λύματα των πολυκατοικιών. 
-Με τα χρόνια και την συνεχή εξέλιξη, μπήκαν στο σχέδιο και τα οικοπεδάκια με τα λυόμενα, που στην θέση τους, υψώθηκαν δυόροφα ή και τριώροφα  σπίτια, σε δαιδαλώδεις δρόμους, διότι ποτέ, δεν υπήρξε, κανένας σχεδιασμός. 
-Έτσι λοιπόν, « ο χαμένος παράδεισος» των παιδικών μου χρόνων, έγινε μια άναρχη πόλη, χτισμένη πλάι στην θάλασσα, το μόνο μέχρι στιγμής, φωτεινό χαμόγελο, που της έχει απομείνει..... Και είναι φορές, που περπατώντας μονάχη, στους δρόμους της, εκεί που ο βοριάς συσσωρεύει, ακόμα και σήμερα, μικρά λοφάκια, χρυσής και λεπτής άμμου, να σκέφτομαι, πως αν για κάποιο μυστηριώδη λόγο, δεν κατοικούσε κανείς πια σ αυτήν, η Φύση Θα έφτιαχνε και πάλι, σιγά-σιγά την χαμένη, φωτεινή Μορφή της. 

.....αφιερωμένο στους σημερινούς κατοίκους αυτής της πόλης και στα παιδικά μου χρόνια. 

ΓΙΟΥΛΑ ΡΟΖΑΚΟΥ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου