Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020


ΚΑΙΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ, «ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΪΜΑΚ»:
Η ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

του Στέφανου Κατή
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΙΜΑΚ» της Καίτης Αναστασιάδου: η  μυθ~ιστορία μιας «οικογενειακής» διαδρομής από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, και από την μικρά Ασία ως την Ελλάδα, στην δίνη των ιστορικών γεγονότων με θέατρο την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας.
«H Καίτη Αναστασιάδου -όπως διαβάζουμε στο «αυτί» του βιβλίου, γεννήθηκε στην Πόλη, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης χημικός και εργάστηκε ως χημικός στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα και μιλάει τέσσερις γλώσσες. Είναι συλλέκτης – γενικώς- και κυρίως αναμνήσεων».
Αναμνήσεις λοιπόν και όχι μόνον… Αλλά και αυτοβιογραφία, και ιστορικό μυθιστόρημα, και μαρτυρία κατά την άποψή μου, και όχι μόνο «παραμύθι», όπως κατά κόρον δηλώνεται στο βιβλίο[1]. Αλλά και ο βίος (προσωπικός και ιστορικός) ως παραμύθημα (=λόγος παρηγορητικός, ή και ανακουφιστικός), εκ  του αρχαίου ελληνικού ρήματος «παραμυθέω». «Δεί παραμυθείν, παραινείν, συμβουλεύειν»[2].

ΜΝΗΜΗ : Η ΚΙΝΗΤΗΡΙΟΣ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Η Μνημοσύνη, στην αρχαία Ελλάδα, ήταν η μούσα του επικού αφηγητή – σήμερα θα λέγαμε του αφηγητή εν γένει. Εδώ όμως η ενθύμηση, είναι η ανάμνηση που επικαλείται η αυτοβιογραφία ή υπόρρητα η ιστοριογραφία για την επιτέλεση της συγγραφής, αλλά και η αποκλειστική κινητήρια δύναμη του προφορικού αφηγητή. Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, «η ανάμνηση  εγκαθιδρύει την αλυσίδα της παράδοσης, η οποία μεταδίδει περαιτέρω  από γενιά σε γενιά αυτό που έχει συμβεί»[3].
Αναμνήσεις, δηλ. το απαύγασμα της εμπειρίας ζωής όταν το υποκείμενο ενθυμείται, αλλά και ιστοριο-γραφία, δηλ. ο χρονικός καμβάς που κινούνται αλλά και κινεί (συν~κινεί, ας μου επιτραπεί ο νεολογία) τους ήρωες του βιβλίου, που η ιστορία τούς συμπαρασύρει στην δίνη των γεγονότων, που έζησαν και τους διαμόρφωσε σαν χαρακτήρες και σαν οντότητες.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ) ΩΣ ΠΡΟΦΑΣΗ
«Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία» (Κικέρων). Τόσο απλά ο μέγας ρήτορας και πολέμιος κάθε «εχθρού της Ελευθερίας» μας δίνει τον ορισμό της Ιστορίας. Στο «ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΪΜΑΚ» η ιστορία της οικογένειας της συγγραφέως, από τους προγόνους της γεννημένους στην Καππαδοκία, μέχρι τις μέρες μας στην Ελλάδα, είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τα καθαυτό ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν στην περιοχή της Μικράς Ασίας αλλά και ευρύτερα. Το σημαντικό για το βιβλίο είναι ότι ενώ η Ιστορία είναι πανταχού παρούσα, αφού «τα ιστορικά γεγονότα είναι ξεροκέφαλα» (Λένιν), αυτά αναφέρονται εντελώς «τηλεγραφικά» και σχεδόν ασχολίαστα, αλλά με μια καίρια και διεισδυτική ματιά από την σκοπιά της συγγραφέως και αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει και να συμπεράνει ελεύθερα. Παραθέτω δύο αποσπάσματα :
«Και τώρα, ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη; Οι συνταγματάρχες των Αθηνών, οι οποίοι μπορεί και να μην είχαν «προλάβει» να διαβάσουν τους όρους της συνθήκης και οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για το πραξικόπημα, ο Μακάριος, που «κατήγγειλε» το πραξικόπημα στον διεθνή οργανισμό, ή οι Τούρκοι, που έκαναν την απόβαση; Δεν θα το κρίνω εγώ…» (σελ. 205)
«Αλήθεια, τότε, το 1974-1975 δεν είχαν συμβεί βίαια επεισόδια στην Πόλη. Πως όμως έφυγαν ο ένας μετά τον άλλον όλοι αυτοί οι Ρωμιοί που είχαν αντέξει σ΄ όλα τα προηγούμενα –πραγματικά βίαια- γεγονότα; Χωρίς να έχει δοθεί κατεύθυνση από κάποια οργάνωση, αφού δεν ήταν οργανωμένοι; Πώς; Από φόβο; Μόνο ; (σελ.212)
Μάλιστα κάποιων ιστορικών γεγονότων οι «αφανείς» λεπτομέρειες, έρχονται σαν σχόλιο στο καθαυτό ιστορικό συμβάν και λειτουργούν στην πλοκή του έργου συμπληρωματικά με την διαδρομή των προσώπων που παρασύρονται στο διάβα της ζωής των.
Ομολογουμένως είναι της «μόδας» το ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας με πολυσέλιδα βιβλία, στα οποία η ιστορία των ηρώων τους περνάει σε δεύτερη μοίρα, αφού στο βιβλίο το ιστορικό γεγονός αναδεικνύεται και αναλύεται σε πολλές περισσότερες σελίδες από την ζωή και την «χαρακτηροδομή» των ηρώων του, μιας και υπάρχει πληθώρα από ιστορικά βιβλία που θα «δανείσουν» τις πολλές σελίδες τους στα εν λόγω μυθιστορήματα, τα οποία να σημειώσουμε είναι και ευπώλητα.
Βέβαια η ιστορική διαδρομή του «ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΪΜΑΚ»  από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, είναι πλούσια και πυκνή σε ιστορικά γεγονότα. Αναφέρω εν τάχει τα κυριότερα, τα οποία και «σημαδεύουν» τα πρόσωπα του βιβλίου και τα καθιστούν πρόσωπα τραγικά, αφού αυτά τα  γεγονότα είναι από τα τραγικότερα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας :
·         Βαλκανικοί πόλεμοι (1910-1913)
·         Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918).
·         Διωγμοί μη τουρκικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες, Εβραίοι κ.α.) από τις «εθνοκαθάρσεις» του Κεμάλ (1914-κ.ε.)
·         Οχτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία (1917) και αποστολή ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος μαζί με τους Συμμάχους στο πλευρό των αντεπαναστατών (1921).
·         Μικρασιατική εκστρατεία και Καταστροφή του ιωνικού ελληνισμού (1918-1922).
·         Συνθήκη της Λωζάννης (1924) και ανταλλαγή πληθυσμών. Προσφυγικό Πρόβλημα στην Ελλάδα.
·         Μεσοπόλεμος (οικονομικό κραχ, επικράτηση φασισμού στην Ευρώπη).
·         Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945)
·         «Σεπτεμβριανά» : διωγμός και βιαιοπραγίες ελληνικού στοιχείου σε Πόλη και Σμύρνη (1955).
·         Απελάσεις και των τελευταίων «Ρωμιών» από την Πόλη (1965).
·         Τραγωδία της Κύπρου (1974).
Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι «οι άνθρωποι διαμορφώνονται από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν και δρουν» (Μαρξ). Το ιστορικό συμβάν καθορίζει την μοίρα των ανθρώπων, ή όπως εύστοχα γράφει η συγγραφέας για τα γεγονότα της «μαρτυρικής Ίμβου» : «Κι ας μην γνωρίζουν – ακόμα- οι περισσότεροι Έλληνες κι ας αδιαφορούν χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις» (σελ. 184).
Σημείο αναφοράς του βιβλίου είναι πάντα και αμετακίνητα η Πόλη. Αφού η ιστορία της οικογένειας ξεκινά από την μακρινή Καππαδοκία και εγκαθίσται στην Πόλη και σχεδόν όλα τα πρόσωπα του βιβλίου αναφέρονται και έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με την Πόλη. Η Πόλη με πι κεφαλαίο. «Γιατί η «Πόλις» δεν «εάλω» το 1453. Η Πόλη χάθηκε οριστικά τον 20ό αιώνα…σταδιακά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο…Με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με το «βαριλίκι»[4], με τα Σεπτεμβριανά, με τις απελάσεις». (σελ. 203).
Η συγγραφέας λοιπόν εάν ήθελε να κάνει μόνο «ιστορικό μυθιστόρημα», όπως προανέφερα, θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεριλάβει αναλυτικότερα τα σημαντικά αυτά ιστορικά γεγονότα στην δίνη των οποίων οι ήρωες εμπλέκονται και να κάνει ένα ογκώδες βιβλίο. Ο σκοπός της όμως δεν ήταν αυτός. Απλά ήθελε να περιγράψει μια οικογενειακή ιστορία, όπως ο Μαρκές στο «ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑΣ», καταγράφει την ιστορία των Μπουενδία, ο οποίος στο τέλος μάλιστα του βιβλίου παραθέτει και το σχεδιάγραμμα του οικογενειακού των δένδρου. Αλλά παράλληλα και να «εκθέσει» την ιστορία της Λατινικής Αμερικής, στα 100 αυτά χρόνια.
Ή όπως γράφει η ίδια η συγγραφέας στο ΣΗΜΕΙΩΜΑ στο τέλος του βιβλίου :«η έρευνα όσον αφορά τα ιστορικά γεγονότα, που ήταν μεγάλη και πολυετής, βασίστηκε κυρίως σε προφορικές μαρτυρίες, δημοσιεύματα εφημερίδων…καθώς και χειρόγραφα ημερολόγια.» (σελ. 235)

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΩΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Η πραγματικότητα πολλές φορές υπερβαίνει σε «παραδοξότητα» και την πιο τρελή φαντασία. Έτσι και οι ζωές των μελών της οικογένειας της συγγραφέως αρχής γενομένης από την γιαγιά της (Καππαδοκία), μέχρι τα δισέγγονα της (Αθήνα) είναι τόσο πολυκύμαντη σε συμβάντα, τα οποία ξεφεύγουν από μιαν συνηθισμένη και ομαλή ζωή, αφού βρίθουν από ήπιες εναλλαγές, βίαιες ανατροπές, λογής συμπτώσεις, μοιραίες παρεξηγήσεις, και γενικώς καταστάσεις που ξεφεύγουν από την «κανονικότητα» του οικογενειακού βίου των πολλών ανθρώπων.
«Ουσιαστικά, οι Πολίτες  στην Αθήνα δεν έννιωσαν Έλληνες. Εξακολουθούσαν να νιώθουν Ρωμιοί, όπως και στην Πόλη. Ξένοι και στην Τουρκία, ξένοι και στην Ελλάδα». (σελ. 218). Αξίζει να σημειώσουμε την υποδοχή των «Ελλαδιτών» απέναντι στους πρόσφυγες το 1922, με τους μειωτικούς χαρακτηρισμούς «τουρκόσπορους», «πρόσφηγκες», «ογλούδες», «παστρικιές» κ.α.
Απλά η οικογενειακή ιστορία δεν πραγματοποιείται υπό κανονικές συνθήκες, αλλά σε συνθήκες εκτός «προδιαγραφών», όπου η βιοτική ανάγκη μετουσιώνεται σε προσωπική ελευθερία και η ελευθερία σε δημιουργία, κι εδώ έγκειται η διαφορά. Η ζωή συνεχίζεται «δίχως να κοιτάει την δική σου μελαγχολία» (Διονύσης Σαββόπουλος).
«Η ζωή είναι πιο πολύπλοκη από την μυθοπλασία, γιατί όλοι είναι πρωταγωνιστές στην δική τους ιστορία, αλλά κυρίως γιατί η ζωή συνεχίζεται πάντα και μετά το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» (σελ. 10), μας επεξηγεί για τον βίο των μελών της οικογένειάς της η συγγραφέας.
O Πωλ Βαλερύ φέρεται να έχει διαβεβαιώσει τον Αντρέ Μπρετόν ότι «σχετικά με το μυθιστόρημα, σε ό,τι τον αφορά, […] θα αρνιόταν να γράψει: “Η μαρκησία βγήκε στις πέντε”». Η φράση αυτή έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως, ενώ στην απλούστερη εκδοχή της, που την επικροτώ ως ουσιαστικότερη, σημαίνει ότι το μυθιστόρημα και εν γένει η πεζογραφία, για να είναι λογοτεχνία πρέπει να διακρίνεται για τη λογοτεχνικότητά της, η οποία προϋποθέτει στοιχειωδώς την έντεχνη χρήση της γλώσσας, Τόσο απλά. Αυτό ακριβώς το λογοτεχνικό πρόταγμα ακολουθεί και η γραφή του «ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΪΜΑΚ» και μάλιστα με τρόπο λίαν πρωτότυπο, σε βαθμό που αιφνιδιάζει σφόδρα τον αναγνώστη.
Η μέθοδος της λογοτεχνικότητας της γλώσσας συμπυκνώνεται αφενός στη λεκτική εκφορά της σύνολης αφήγησης κι αφετέρου στους ίδιους τους αφηγηματικούς τρόπους. Και ξεκαθαρίζω τι εννοώ. Στο κείμενο εμφιλοχωρούν στην ροή της αφήγησης και η καθημερινή ομιλία, με μία πρωτόγνωρη χάρη, αλλά και γλωσσικές εκφράσεις και λέξεις στην τουρκική, που μετουσιώνονται στην ελληνική με μια λογοτεχνική εκφορά που προσωπικά με εκπλήσσει. Γιατί αυτές δεν δίνονται μόνο στην κυριολεξία τους, ή στην απλή τους μετάφραση σαν υποσημειώσεις στο κείμενο[5], αλλά μεταγράφονται έντεχνα στην ελληνική με μία πρωτότυπη λογοτεχνικότητα. Ο δε αφηγηματικός τρόπος του βιβλίου, συνίσταται σε μικρές και κοφτές παραγράφους, που καθιστούν την γραφή ασθμαίνουσα, με μια κινηματογραφική γλώσσα και ροή που εξοικονομεί την δράση χωρίς πλατειασμούς κι επίπλαστες ωραιοποιήσεις, αλλά με ένα τρόπο λιτό κι απέριττο, σχεδόν δωρικό, που επικεντρώνεται στο νήμα της εξιστόρησης με έντονες συγκινησιακές κορυφώσεις αλλά και «ανάσες» που γειώνουν, για να οδηγήσουν σε νέες ανυψώσεις και μεταπτώσεις, άλλες εκπλήξεις και νέες ανατροπές, αφού «κάθε πτώση είναι γκαστρωμένη για έναν υψωμό».[6]
Η συγγραφέας μας υπενθυμίζει στον τέλος του βιβλίου : «Ο παππούλης Ηράκλειτος είχε διαπιστώσει πως η μόνη σταθερή αξία στη ζωή μας είναι η αλλαγή, σύμφωνα με την παροιμιώδη φράση «Τα πάντα ρει» (σελ. 233).
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν δηλώνει ότι «ο αφηγητής αυτό που αφηγείται το παίρνει από την εμπειρία, από τη δική του ή από την εξιστορημένη. Και το κάνει εκ νέου εμπειρία γι’ αυτούς που ακούν τη δική του ιστορία»[7]. Και ακριβώς εδώ έχουμε να κάνουμε με μια υπόρρητη πρωταρχική προφορικότητα, στην οποία η «γιαγιά» είναι η αρχετυπική προφορική αφηγήτρια, που υπονοείται πίσω από την συγγραφέα του «ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΪΜΑΚ», που μεταδίδει την δική της εμπειρία ζωής, (ή μήπως «εμπυρία», μιας κι η ζωή των περισσοτέρων ηρώων έχει περάσει «δια πυρός και σιδήρου»), για να δώσει την σκυτάλη της αφήγησης στην επόμενη γενιά που είναι η συγγραφέας.
Μέσα από αυτήν την μετάβαση από την προφορική αφήγηση στη γραπτή, επιτυγχάνεται ένας εκπληκτικός συγκερασμός του προφορικού και γραπτού λόγου, και η ανάγνωσή τους συντελείται σαν ζωντανή ακρόαση. Ο αναγνώστης ανοίγει ένα βιβλίο που κυριολεκτικά δονείται από την φωνή του αφηγητή: διαβάζει σαν να ακούει και έτσι η Ιστορία μετουσιώνεται στο παραμύθι της γιαγιάς.

ΚΟΥΡΟΥ ΚΑΪΜΑΚ (ΞΕΡΟ ΚΑΪΜΑΚΙ)
Το «ξερό καϊμάκι» δεν έχει καμιά σχέση με το γνωστό κρεμώδες φρέσκο «καϊμάκι», που συνοδεύει τα σιροπιαστά γλυκά. Ωστόσο όποιος έχει επισκεφτεί την Καππαδοκία, αυτόν τον άγονο και πετροσχηματισμένο[8] τόπο, απορεί πως ισορροπούν τα συμπλέγματα αυτών των μοναδικών στον κόσμο γεωλογικών σχηματισμών. Μέσα σε αυτούς τους λόφους από πωρόλιθο υπάρχουν μέχρι και σήμερα τα «ενδόσκαπτα» οικήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους έλληνες κατοίκους τους ως ενδιαιτήματα, μοναστήρια ή και εκκλησίες.
Εκεί λοιπόν «το kuru kaymak παρασκευάζεται την εποχή της μεγάλης παραγωγής από γάλα βουβαλίσιο, ολόπαχο, που βράζει ώρες σε πλατιά ταψιά πάνω από χαμηλή φωτιά, μέχρι να μείνει μια παχιά πέτσα , το καϊμάκι, το οποίο στη συνέχεια ξεραίνεται στο ήλιο. Είναι προϊόν ιδιαίτερα θρεπτικό, ικανό να θρέψει τους κατοίκους της άνυδρης Καππαδοκίας κατά τις περιόδους της ξηρασίας και του χειμώνα» (σελ. 105).
Το ξερό καϊμάκι τελικά ταξιδεύει από την εγγονή της γιαγιάς-Μαρίκας από την Ανακού της Καππαδοκίας, από όπου ξεκίνησε κι η ιστορία μας, για να φτάσει στην Ελλάδα και να σκορπιστεί θρυμματισμένο στον οικογενειακό τάφο τους στο Μαρούσι, κάτι σαν τάμα, αλλά και σαν υπόσχεση ότι η ζωή συνεχίζεται παρά τις όποιες αντιξοότητες.
Αλλά η Καίτη Αναστασιάδου μας αποχαιρετά με νόημα στο τέλος του βιβλίου της, πάλι με τον λόγο με του «σκοτεινού» φιλόσοφου και συντοπίτη, αφού ο Ηράκλειτος ήταν Εφέσιος : «Πάντα κάτ΄ έριν…το αντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην». (σελ. 234).




[1] «Στους εγγονούς μου (το παραμύθι που ποτέ δεν είπα) / και στις γιαγιάδες που μ΄ έμαθαν να λέω παραμύθια» (Αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου). Βλ. ακόμη «Αυτό το βιβλίο είναι ένα παραμύθι, όπως εκείνα που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους», ή «Ένα παραμύθι – ας μού επιτραπεί η αλαζονεία - σαν τις «Χίλιες και μία νύχτες» (σελ. 9).
[2] Πλάτων, «Νόμοι», 889 D.
[3] Walter Benjamin, «Der Erzähler», στο Gesammelte Schriften, Band II.2, Suhrkamp, Φρανκφούρτη, 1977 [²1980, σ. 443].

[4] Δυσβάσταχτος φόρος που επέβαλαν οι τουρκικές αρχές στις ιδιοκτησίες των ελλήνων της Πόλης, με αποτέλεσμα να χαθούν οι περισσότερες περιουσίες τους.
[5] Ειρήσθω εν παρόδω, ότι στο βιβλίο είναι πολυπληθείς οι τουρκικές εκφράσεις, καθώς και οι υποσημειώσεις στο τέλος της σελίδας για διάφορα θέματα (ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, γλωσσικά .κα.) 
[6] Νίκος Καζαντζάκης
[7] Walter Benjamin, Αυτ., σ. 453.

[8] Μια περιγραφή της Καππαδοκίας και των πετρωδών γεωλογικών σχηματισμών της από πωρόλιθο, μας δίνει ο ποιητής Γ. Σεφέρης στην μονογραφία του «ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ», Εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, 1953, Δίγλωσση έκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου